Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σού στέλνω

  • 1 άπειρος

    η, ο [ος, ον ]
    1) неопытный, не имеющий опыта;

    άπειρος από μηχανές — неумелый в обращении с машинами;

    άπειρος από κόσμο — не знающий света, общества;

    2) бесконечный, необъятный, бескрайний; необозримый;

    άπειρο βάθος — беспредельная глубина;

    3) бесчисленный; неисчислимый;

    άπειρο πλήθος — бесчисленная толпа;

    σού στέλνω άπειρες ευχές — шлю тебе массу, бездну самых лучших пожеланий;

    άπειρες φορές... — бесчисленное множество раз...; — тысячу раз... (разг)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άπειρος

См. также в других словарях:

  • έγκλειστος — η, ο 1. ο κλεισμένος, ο περιορισμένος σε κλειστό χώρο. 2. ο κλεισμένος στις φυλακές, ο φυλακισμένος. 3. (για επιστολές και ταχυδρομικά δέματα), ο εσώκλειστος: Σου στέλνω έγκλειστη τη βεβαίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… …   Dictionary of Greek

  • διαβιβάζω — διαβίβασα, διαβιβάστηκα, διαβιβασμένος 1. μεταφέρω κάτι από ένα σημείο σε άλλο μέσω ενός φορέα: Η αίτησή μου διαβιβάστηκε στο υπουργείο. 2. στέλνω μήνυμα σε αποδέκτη χρησιμοποιώντας διάμεσο: Διαβίβασε τα χαιρετίσματά σου στους γονείς σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …   Dictionary of Greek

  • σκοτωτός — ή, ό, Ν [σκοτώνω] 1. αυτός που σκοτώθηκε, που υπέκυψε σε βίαιο και όχι σε φυσικό θάνατο 2. αυτός που πηγαίνει κάπου με μεγάλη βιασύνη, με μεγάλη ταχύτητα 3. φρ. «να πας σκοτωτός» α) (σε κατάρα) να βρεις τον θάνατο από βόλι εχθρού β) να μεταβείς… …   Dictionary of Greek

  • χαιρετίζω — ΝΜΑ, και χαιρετώ, άω, Ν απευθύνω χαιρετισμό, προσαγορεύω κάποιον με τις λέξεις χαίρε ή χαίρετε (α. «χαιρετίζω την αφεντιά σας» β. «καὶ Σάρρα δὲ ὑπήντησεν αὐτῷ καὶ ἐχαιρέτισεν αὐτόν», ΠΔ) 2. εκφράζω σε κάποιον, που συναντώ, τη συμπάθεια, την αγάπη …   Dictionary of Greek

  • εμβάζω — έμβασα, μτβ. στέλνω χρήματα με επιταγή: Θα σου εμβάσω με το ταχυδρομείο το ενοίκιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»